pyléphlébite
Regardez d'autres dictionnaires:
pylé- — ⇒PYLÉ , élém. formant Élém. tiré du gr. « porte » et en anat. « passage d un organe », entrant dans la constr. de qq. termes de méd. dans lesquels il signifie « veine porte »; le 2e élém. est un subst.: pyléphlébite, subst. fém. ,,Phlébite de la… … Encyclopédie Universelle
πυλαιοφλεβίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού τοιχώματος τής πυλαίας φλέβας ή τών κλάδων της, η οποία ακολουθείται συνήθως από θρόμβωση και απόφραξη και προκαλείται από κακοήθεις όγκους τών κοιλιακών σπλάγχνων ή είναι μικροβιακής αιτιολογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek